- χουγιαχτό
- το, Νχούγιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χουγιάζω (πρβλ. ουρλιάζω: ουρλιαχτό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουγιαχτό — το βλ. χούγιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)